- ἀζωνικός
- ἀζωνικός, ή, όν, = sq.,A
τάξις Procl. in Ti.3.127
D., Dam.Pr.131. Adv. -κῶς ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τάξις Procl. in Ti.3.127
D., Dam.Pr.131. Adv. -κῶς ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αζωνικός — ή, ό (Α ἀζωνικός, ή, όν) [ἄζωνος] ο μη περιορισμένος σε ορισμένη ζώνη ή περιοχή, ο άζωνος … Dictionary of Greek
ἀζωνικοί — ἀζωνικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωνική — ἀζωνικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωνικήν — ἀζωνικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωνικῶς — ἀζωνικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωνικῷ — ἀζωνικός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωνος — η, ο (AM ἄζωνος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν φορά ζώνη, ο άζωστος αρχ. μσν. ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη επιχώριος (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η λατρεία ήταν διαδεδομένη παντού και όχι μόνο σε ορισμένη περιοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ… … Dictionary of Greek